- χρυσοφόρων
- χρῡσοφόρων , χρυσοφόροςwearing goldmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρυσοφορῶν — χρῡσοφορῶν , χρυσοφορέω wear golden ornaments pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από … Dictionary of Greek
Battle of Marathon — Infobox Military Conflict conflict=Battle of Marathon partof=the Greco Persian Wars caption=The plain of Marathon today date=September 490 BC place=Marathon, Greece result=Athenian victory territory=Persians fail to conquer Attica… … Wikipedia
Batalla de Maratón — Saltar a navegación, búsqueda Batalla de Maratón Parte de Primera Guerra Médica Maratón en la actualidad … Wikipedia Español
πάρα — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… … Dictionary of Greek
χρυσοφορώ — χρυσοφορῶ, έω, ΝΜΑ [χρυσοφόρος] φορώ χρυσά κοσμήματα ή χρυσοποίκιλτη στολή (α. «νύφη χρυσοφορεμένη» β. «ἐν πολέμῳ, ἔνθα σιδηροφορεῑν μᾱλλον ἢ χρυσοφορεῑν ἄμεινον ἦν», Λουκιαν. γ. «μηδὲ τὰς γυναῑκάς σφι χρυσοφορήσειν», Ηρόδ.) μσν. μεταφέρω χρυσό… … Dictionary of Greek
χρυσοφόρος — α, ο / χρυσοφόρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που φορεί χρυσά, χρυσοποίκιλτα ενδύματα («Ἑλλήνων προμαχοῡντες Ἀθηναῑοι Μαραθῶνι χρυσοφόρων Μήδων ἐστόρεσαν δύναμιν», Σιμων.) 2. αυτός που παράγει ή που περιέχει χρυσό (α. «χρυσοφόρα κοιτάσματα» β. «ὁ γράψας… … Dictionary of Greek
Δομινικανή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δομινικανή Δημοκρατία Έκταση: 48.730 τ. χλμ Πληθυσμός: 8.721.594 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σάντο Ντομίνγκο (2.061.302 κάτ. το 2001)Κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, που καταλαμβάνει το ανατολικό τμήμα του… … Dictionary of Greek